λυτήρ

λυτήρ
λυτήρ, -ῆρος, ὁ, θηλ. λύτειρα (Α)
1. λυτρωτής («τῶνδε πόνων ἐμοι τὰ μελέα λυτήρ», Ευρ.)
2. διαιτητής, κριτής («πικρὸς λυτὴρ νεικέων», Αισχύλ.)
3. καταστροφέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λύ- τού λύω + επίθημα -τήρ (πρβλ. κλη-τήρ, τιμη-τήρ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λυτήρ — one who looses masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυτῆρα — λυτήρ one who looses masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυτῆρας — λυτήρ one who looses masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυτήριος — λυτήριος, ον, θηλ. και ία (Α) [λυτήρ] 1. αυτός που ανακουφίζει κάποιον από κάτι («ὅπως γένοιτο τῶνδ ἐμοὶ λυτήριος», Αισχύλ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ λυτήριον λύτρο («τὸ καλλίνικον λυτήριον δαπανᾱν», Πίνδ.) …   Dictionary of Greek

  • λύνω — και λύω και λυώ (AM λύω, Μ και λύνω και λυῶ) 1. ανοίγω ή χαλαρώνω κάτι δεμένο, αφαιρώ τους δεσμούς που συνέχουν ένα πράγμα, ξεδένω, ξελύνω, ξεζώνω, ξεκρεμώ (α. «δεν μπορώ να λύσω αυτόν τον κόμπο» β. «οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς λῡσαι τὸν ἱμάντα τῶν… …   Dictionary of Greek

  • λύτειρα — λύτειρα, ἡ (Α) βλ. λυτήρ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”